μακαρονίζω

μακαρονίζω
χρησιμοποιώ μακαρονισμούς στον λόγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακαρόνι (βλ. μακαρονικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αδ. Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μακαρονιστής — ο (για συγγραφέα) αυτός που χρησιμοποιεί μακαρονισμούς στον λόγο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακαρονίζω. Η λ., στον λόγιο πληθ. τ. μακαρονισταί, μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα] …   Dictionary of Greek

  • μακαρονιστί — επίρρ. με μακαρονικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακαρονίζω (πρβλ. μακαρόνισα) + επιρρμ. κατάλ. τί (πρβλ. λυδισ τί). Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αδ. Κοραή. Βλ. και μακαρονικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”